- Δίκαιος
- Δίκαιοςobservant of custommasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το … Dictionary of Greek
Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)